Information | |
---|---|
instance of | (noun) a sexual attraction to (or sexual relations with) persons of the same sex homoeroticism, homosexualism, homosexuality, queerness, gayness |
Meaning | |
---|---|
Modern Greek (1453-) | |
has gloss | ell: Τα καλιαρντά είναι μια ιδιωματική διάλεκτος των ομοφυλοφίλων. Πρωτοεμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και δημιουργήθηκαν από την ανάγκη των ομοφυλόφιλων για έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, χωρίς να τους αντιλαμβάνεται το εχθρικό περιβάλλον, που τότε επικρατούσε. Τα καλιαρντά αναπτύχθηκαν με τα χρόνια, απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις και επηρεάστηκαν από την τουρκική, γαλλική και ιταλική γλώσσα. |
lexicalization | ell: καλιαρντά |
Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint