| Information | |
|---|---|
| instance of | (noun) the unwritten lore (stories and proverbs and riddles and songs) of a culture folklore |
| Meaning | |
|---|---|
| German | |
| has gloss | deu: Amir bezeichnet: |
| lexicalization | deu: Amir |
| Modern Greek (1453-) | |
| has gloss | ell: Κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη "Αμιράς" αντί στρατηγού και τοπάρχου. Εξ αυτής της λέξης προέρχεται και ο τίτλος Αμιράλιος. Επίσης μ΄ αυτόν τον τίτλο επονόμαζαν και τους διοικητές - τοποτηρητές και άραβες ηγεμόνες. Η λέξη ετυμολογείται εκ της αραβικής "αμίρ" ή τουρκοπερσικής "εμίρ" που σημαίνει στρατηγός και κατ΄ επέκταση αρχηγός. Εξ ου και ο σύγχρονος τίτλος Εμίρης. |
| lexicalization | ell: Αμιράς |
| Persian | |
| lexicalization | fas: امیر |
Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint