e/el/Αλειφατικός υδρογονάνθρακας

New Query

Information
instance of(noun) an organic compound containing only carbon and hydrogen
hydrocarbon
Meaning
Modern Greek (1453-)
has glossell: Στη Χημεία και ειδικότερα τη Βιοχημεία ως αλειφατικός υδρογονάνθρακας χαρακτηρίζεται οποιοσδήποτε υδρογονάνθρακας του οποίου τα άτομα συνδέονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν ανοικτή ευθύγραμμη αλυσίδα με ή χωρίς διακλαδώσεις, και όχι κλειστό δακτύλιο, σε αντίθεση με τον αλεικυκλικό υδρογονάνθρακα
lexicalizationell: Αλειφατικός υδρογονάνθρακας

Query

Word: (case sensitive)
Language: (ISO 639-3 code, e.g. "eng" for English)


Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo.   Contact   Legal Information / Imprint