| Information | |
|---|---|
| instance of | (noun) a vote to select the winner of a position or political office; "the results of the election will be announced tonight" election |
| Meaning | |
|---|---|
| Modern Greek (1453-) | |
| has gloss | ell: Με την ονομασία εκλογικός αντιπρόσωπος καθιερώθηκε να αποκαλείται ο επίσημα διορισμένος σε κάθε εκλογικό τμήμα (όχι και απαραίτητα) αντιπρόσωπος συνδυασμού πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή ανεξάρτητου υποψήφιου βουλευτή, κατά τη διενέργεια ψηφοφορίας βουλευτικών εκλογών. |
| lexicalization | ell: Εκλογικός αντιπρόσωπος |
Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo. Contact Legal Information / Imprint