e/el/Μοίρα (αξία)

New Query

Information
instance of(noun) a condensed but memorable saying embodying some important fact of experience that is taken as true by many people
adage, saw, proverb, byword
Meaning
Modern Greek (1453-)
has glossell: Εκ του ρήματος μοιράζω = χωρίζω σε μερίδια η λέξη μοίρα φέρεται στις ελληνικές εκφράσεις με την έννοια της μοιρασιάς, ή της αξίας, ή της προσήκουσας θέσης. Έτσι παρατηρείται η έκφραση «σε ίση μοίρα» ή «σε μεγαλύτερη μοίρα», ή «σε μικρότερη μοίρα» για περιπτώσεις ισομοιρίας ή μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας θέματα.
lexicalizationell: μοίρα

Query

Word: (case sensitive)
Language: (ISO 639-3 code, e.g. "eng" for English)


Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo.   Contact   Legal Information / Imprint