e/el/Πυροβολική

New Query

Information
instance of(noun) the waging of armed conflict against an enemy; "thousands of people were killed in the war"
warfare, war
Meaning
Modern Greek (1453-)
has glossell: Η πυροβολική (gunnery) είναι η εφηρμοσμένη επιστήμη και κυρίως η τέχνη, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα, τις μεθόδους, τις διαδικασίες βολής πυροβολικού και γενικότερα με την εφαρμογή τεχνικών και διαδικασιών λειτουργίας, χρήσης και συντήρησης πυροβόλων όπλων και διαφόρων τύπων εκτοξευτήρων ρουκετών και κατευθυνόμενων βλημάτων.
lexicalizationell: Πυροβολική

Query

Word: (case sensitive)
Language: (ISO 639-3 code, e.g. "eng" for English)


Lexvo © 2008-2025 Gerard de Melo.   Contact   Legal Information / Imprint